- αρχή
- Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική έννοια (ουσία όλων των πραγμάτων). Ο Αναξίμανδρος φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο. Οπωσδήποτε το πρόβλημα της αναζήτησης της α., με τη μεταφυσική κυρίως έννοια, αποτελεί το τυπικό χαρακτηριστικό της σχολής της Μιλήτου και των πρώτων Ελλήνων φυσιοκρατών. Με τον Αριστοτέλη η χρήση του όρου μετατοπίζεται στη λογική, με τον καθορισμό των λογικών α.: οι α. της ταυτότητας και της μη αντίφασης, του αποκλεισμού του τρίτου και του αποχρώντος λόγου θεωρήθηκαν προτάσεις γενικές και αναπόδεικτες, με κύρος όμως απόλυτο και προφανείς καθαυτές. Είναι δηλαδή αξιώματα στα οποία στηρίζεται κάθε απόδειξη, χωρίς να επιδέχονται ή να χρειάζονται απόδειξη τα ίδια. Η τελευταία αυτή σημασία είναι εκείνη που ο όροςδιατήρησε στην κατοπινή παράδοση, σε μια ευρύτερη εφαρμογή του (α. της επιστήμης, της ηθικής, της πολιτικής).
(Νομ.)Στο δίκαιο, γενικά ο όρος α. χρησιμοποιείται πολύ συχνά τόσο στα νομοθετικά κείμενα όσο και στην πρακτική, χωρίς όμως να γίνεται πάντοτε αναφορά σε μια μονοσήμαντη, συγκεκριμένη και σαφώς καθορισμένη έννοια.
Από καθαρά αντικειμενική σκοπιά, η α. σημαίνει προπάντων τη δύναμη ή την εξουσία που ο νόμος απονέμει σε έναν οργανισμό ή σε ένα πρόσωπο (α. ως εξουσία ενός συλλογικού ή ατομικού οργάνου) με σκοπό την άσκηση ενός δημόσιου λειτουργήματος. Με αυτή την έννοια η λέξη α. χρησιμοποιείται για παράδειγμα στην έκφραση κρατική α., που δηλώνει το σύνολο των δημοσίων εξουσιών οι οποίες ανήκουν στο κράτος.
Κατά την υποκειμενική σημασία του όρου, με τη λέξη α. χαρακτηρίζονται οι οργανώσεις ή τα όργανα στα οποία έχουν απονεμηθεί ορισμένες δημόσιες εξουσίες· και αυτή είναι η σημασία κατά την οποία γίνεται συχνότερα χρήση του όρου αυτού. Γίνεται λόγος, για παράδειγμα, περί δημόσιας εξουσίας, για να υποδειχτούν τα όργανα της δημόσιας διοίκησης με την ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει τόσο τα όργανα του κράτους όσο και εκείνα των αυτοδιοικούμενων οργανισμών ή των υπηρεσιών αποκέντρωσης (δήμοι, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ.)· γίνεται λόγος για δικαστική α. για να υποδειχτεί το σύνολο των οργάνων που ασκούν δικαστικά λειτουργήματα, στην κατηγορία τόσο της καθημένης όσο και της ισταμένης δικαιοσύνης (βλ. λ. δικαστής). Από αυστηρά νομική όμως άποψη, δεν είναι όλα τα όργανα του κράτους, αλλά μόνο εκείνα που έχουν δική τους διατακτική εξουσία, δηλαδή εξουσία να παίρνουν δεσμευτικές για τους διοικούμενους αποφάσεις, με δική τους πρωτοβουλία (διακριτική εξουσία), μέσα στα όρια που διαγράφει ο νόμος, είτε πρόκειται περί αποφάσεων δικαιοδοτικού περιεχομένου είτε περί πράξεων της δημόσιας διοίκησης. Πάντως ο καθορισμός της έννοιας της α. αποτελεί λεπτό νομικό θέμα και δίνει λαβή σε πολύ σοβαρές αμφισβητήσεις και στη θεωρία και στην πράξη.
* * *η (AM ἀρχή)1. τοπικό ή χρονικό σημείο απ' όπου ξεκινά κάποιος, η αφετηρία ή η έναρξη2. η πρώτη αιτία3. η βάση, η προϋπόθεση4. το μόνο ή κύριο συστατικό στοιχείο5. ο κανόνας ο διατυπωμένος επιστημονικά6. η εξουσία, το κράτος, η κυβέρνηση7. στον πληθ. οι θεμελιώδεις γνώσεις μιας επιστήμης συστηματικά διατυπωμένες8. τα δημόσια αξιώματα9. φρ. «κατ' αρχήν» — χωρίς ουσιώδη αντίρρησημσν.δυνάμεις, εξουσίες αόρατες.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Η αρχαιότερη σημασία της λ. αρχή «έναρξη» μαρτυρείται από την Ιλιάδα και έχει επιβιώσει στη νέα Ελληνική, ενώ ως φιλοσοφικός όρος σημαίνει την πρώτη αιτία, τα πρωταρχικά στοιχεία, σημασία με την οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αναξίμανδρο.ΠΑΡ. αρχαίοςαρχ.αρχήθεν, αρχίδιοννεοελλ.αρχύτερος.ΣΥΝΘ. απαρχή, υπαρχήαρχ.αυτοαρχή, επαρχή, καταρχή, μεταρχή, προκαταρχή, προϋπαρχή].
Dictionary of Greek. 2013.